αντιδραματικός

αντιδραματικός
-ή, -ό
1. ο μη δραματικός
2. αυτός που δεν του αρέσουν οι δραματικές εκδηλώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + δραματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”